- τουμπάνιασμα
- το, Ν [τουμπανιάζω]1. το να φουσκώσει, να πρηστεί κάποιος ή κάτι2. ανηλεής ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουμπάνιασμα — το, ατος 1. φούσκωμα, πρήξιμο: Τουμπάνιασμα του ψοφιμιού. 2. ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα: Έπαθε το τουμπάνιασμα από τον αδερφό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)